- φλεγμασίᾳ
- φλεγμασίᾱͅ , φλεγμασίαturgescencefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεγμασία — φλεγμασίᾱ , φλεγμασία turgescence fem nom/voc/acc dual φλεγμασίᾱ , φλεγμασία turgescence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασία — η, ΝΑ φλεγμονή νεοελλ. ιατρ. θρομβοφλεβίτιδα τής μηριαίας ή και τής έξω λαγόνιας φλέβας, πολύ συχνή ύστερα από τοκετό ή στο πλαίσιο κάποιου λοιμώδους νοσήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + κατάλ. ασία (πρβλ. ξηρ ασία, ὑγρ ασία)] … Dictionary of Greek
φλεγμασίας — φλεγμασίᾱς , φλεγμασία turgescence fem acc pl φλεγμασίᾱς , φλεγμασία turgescence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασίαι — φλεγμασίᾱͅ , φλεγμασία turgescence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασίαν — φλεγμασίᾱν , φλεγμασία turgescence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασίη — φλεγμασία turgescence fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασίην — φλεγμασία turgescence fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασίης — φλεγμασία turgescence fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασίῃ — φλεγμασία turgescence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμασίῃσι — φλεγμασία turgescence fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)